Όποιος δεν είδε το Βόλο να πάει να τον δει, κι αν τον είδε να πάει να τον ξαναδεί. Γιατί η πολιτεία τούτη είναι μια απ’ τις μεγάλες απλοχεριές της ζωής, που αν έρθεις στον κόσμο και ξεχάσεις να τις χαρείς, είναι σαν να ξέχασες γιατί ήρθες.
Το τρενάκι μάς πάει και παίζει χαρούμενα με τα μικρά τόπια του καπνού του, σαν το παιδάκι που φκιάχνει μικρές φούσκες με το καλάμι του.
Πρέπει να πας άνοιξη να τον δεις∙ και να ‘ρθεις απ’ τη θάλασσα. Να τον ξακρίσεις έτσι απ’ την μπούκα του Τρικεριού απλωμένον νωχελικά κάτω απ’ τον ήλιο, σαν παρθένα που ξυπνά από γλυκά όνειρα…
Τώρα που ξαναεπιστρέφω ναυαγισμένος νοσταλγός στην καθάρια του ομορφιά,οι σβησμένες εικόνες πλημμυρούν τη μνήμη μου σαν πεταλούδες. Ξαναζώ την πολιτεία ολάκερη, έτσι όπως την πρωταντίκρισα στην πρώτη μας γνωριμιά, να κολυμπά στα καταγάλανα νερά και στη χλόη. Με τις μεταξένιες της αμμουδιές και τους παραμυθένιους της κήπους. Με τις μηλιές της, τόσο φορτωμένες, που να σε κάνουν να πονάς. Με τις κερασιές που ανάβουν μες στα περιβόλια σαν κόκκινες φωτιές. Με τ’ αχλάδια, τα πεπόνια, τα ροδάκινα… να χύνουν τη μοσκοβολιά τους στην κούπα του Παγασητικού. Να είναι όλα παντού μια λιτανεία. Τα χρώματα, οι λόφοι, οι νεροσυρμές…
Οι ράχες με τα χάλκινα ελιοπερίβολα. Και κάποιος —όλα αυτά— να τα βλέπει, κι αυτός ο κάποιος να είσαι εσύ. Και να σκέφτεσαι: «Άραγε… Χωρίς εμένα θα είναι όλα έτσι; Τα σταφύλια έτσι γλυκά;Και τα πουλιά έτσι χαρούμενα;» Κι ύστερα να λες: «Γιατί όχι; μήπως οι άλλοι είναι δίχως μάτια; Η ομορφιά ήρθε στον κόσμο γιατί ήρθαν τα μάτια. Μα αν υπάρχουν μάτια που δεν ξέρουν να τη χαρούν; Ω, ας μην ήταν ποτέ τους ανοιχτά τέτοια μάτια!… Αχ ουρανέ, όταν οι άνθρωποι πάψουν ν’ αγαπούν την ομορφιά, θα ‘θελα να ‘χα τη δύναμη να την καταστρέψω για να μην τη βρίζουν με την αδιαφορία τους…»
Δυο ώρες πλέει το καράβι μέσα στ’ απίθανα νερά του Παγασητικού —κι αντίκρυ η πόλη περιμένει σαν ζωγραφιά καμωμένη απ’ την ίριδα. Κάτι αραιά σύννεφα όλο ψηλώνουν, ψηλώνουν, σιγανά, και διαλύονται —καπνοί που δεν ξέρεις από πού ανεβαίνουν, μα ξέρεις πως είναι λευκοί κι ανάλαφροι σαν το τίποτα.
Όποιος δεν είδε το Βόλο να πάει να τον δει. Είναι ένα ταξίδι που τρέχει πίσω από κάποιο όνειρο,
σαν ένα ξανάσασμα γλυκό, ένα αξέχαστο «νυν απολύοις…»
Έλα Αύγουστο στο Βόλο.Κι όπως τον σιμώνεις απ’ τα νερά, άνοιξε διάπλατα τα στήθια σου,κι ανάσανε δυνατά, ανάσανε τον αέρα που μοσκοβολά αρμύρα και φρούτα.Κι ύστερα κάλεσε στη μνήμη σου όλες τις μουσικές που σε νανούρισαν, όλα τα ακούσματα… και βάλ’ τα υπόκρουση στον πίνακα που φεγγοβολά αντικρύ σου —κείνο το θάμβος που λαμποκοπά γεμάτο φρικίαση και μέθη… Τον αχνό που παίρνει τη γη και την κάνει παραμύθι, κι ύστερα πες:
«Ευχαριστώ… Ευχαριστώ που είμαι εγώ αυτός που είμαι τώρα εδώ. Ευχαριστώ που αυτό δεν είναι όνειρο. Και ευχαριστώ που δεν ξέρω πολλά λόγια παρά τόσα όσο για να πω ευχαριστώ…»
Έλα στο Βόλο ταξιδευτή, σκίσε τα νερά, κι έλα στο Βόλο —έλα όποτε και να ‘ναι, μόνο έλα. Είναι όμορφη η πολιτεία την άνοιξη —μα την άνοιξη είναι όμορφες όλες οι πολιτείες. Όχι… Έλα λοιπόν φθινόπωρο. Τότε είναι που η πόλη μοσκοβολά πιο δυνατά —σαν μελωμένη γυναίκα. Μα είναι και το χειμώνα όμορφη γιατί δεν ξέρει να μην είναι, γιατί και να το θέλει —άλλο από όμορφη— δεν μπορεί να είναι.
Κι όποιαν ώρα και να δεις, την πολιτεία, τέτοια πάντα είναι. Λουσάτη και πεντακάθαρη σαν να την έπλυναν στον αφρό του Παγασητικού και να την άπλωσαν στ’ ακρογιάλι να στεγνώσει. Γιατί είναι προσηλιακιά πολιτεία, και την κατοικούν και άνθρωποι που τους πάει πολύ το φως, που έχουνε λεύτερο νου, και σέρνεται η ψυχή τους στην ομορφιά. Έχει και κάτι ψηλοκορμες γυναίκες που περπατούν στο δρόμο μ’ ένα ξέχασμα… μ’ ένα ξέχασμα… συνεπαρμένες απ’ την ίδια τους την ομορφιά.
Ψηλά στις ούγιες της πολιτείας φαντάζουν σαν νιόχτιστες κυψέλες τα μικροκάμωτα σπιτάκια της εργατιάς, μιας σίγουρης εργατιάς, που ξέρει τ’ όνομά της, και ξέρει το χρέος της στη γη…
Και κάτω βουίζουν τα «Παλιά», αληθινά παλιά, μια γειτονιά που μυρίζει άχερο, πέταλα και πετσί.
Ναι. Πρέπει να ‘ρθεις στο Βόλο ταξιδευτή. Πάρε μια μέρα που θα σε σκεπάζει η θλίψη —πάρε το βαπόρι— κι έβγα στα Βολιώτικα μουράγια.
Πιάσε την αφρισμένη λουρίδα που αρχίζει από τις αλυκές και πάει με καμπές και φιδολυγίσματα ως τον Άναυρο.
Κι ύστερα βγάλε τα παπούτσια σου,για να μη βραχείς, και πέρνα στη Γορίτσα.Κι ύστερα τράβα κατά τα Λεχώνια, τράβα κατά την Αγριά,τράβα κατά την Άφησσο. Και μη φοβάσαι να κουραστείς —όσοι περπατούν εδώ ξεκουράζονται.
Και, στο τέλος, πιάσε τις Πηλιορείτικες ανηφοριές.
Ανέβα στα δρομάκια τους που μαιανδρίζουν σαν αρχαίο κέντημα, και ρίξε στα φλογισμένα σωθικά σου τα κρουσταλλένια τους νερά. Και κάνε την ευχή, κάποτε οι άνθρωποι, να μπορούν να ξεκουράζονται όλοι, και να μπορούν να κάνουν όλοι δική τους αυτή την απέραντη χαρά. Τη χαρά να είσαι στην αγκαλιά ενός βουνού που η δημιουργία το ‘φτιαξε με τα καλύτερα υλικά της.
Που το περπάτησε ο Κένταυρος και που τόσο ξεγελιέσαι πως ακόμα ζει, ώστε ψάχνεις μες στις αλογίσιες οπλές ν’ ανακαλύψεις τις δικές του. Που μοιράζεις συνέχεια στα διάσπαρτα χωριά αρχαία ονόματα. Και που κοιτάζεις τα ποταμάκια που ριγώνουν σαν ζώνες τις πλαγιές και λες: «να, αυτός είναι ο Κραυσίδωνας που κυλάει, μουρμουρίζοντας άγνωστα χορικά, κατά τις ακτές της Ιωλκού…»
Κείμενο του Μενέλαου Λουντέμη από το μυθιστόρημα του: «Τον καιρό που κυνηγούσα ανέμους«.
Φωτογραφίες: Δημήτρης Λεπίδας
Κυριε αυτα ειναι στον Βολο;
Ναι Χρηστο ειναι στης Αληκες του Βολου.
Είναι φωτογραφίες από το Βόλο και το Πήλιο.Μια φωτογραφία είναι και από την περιοχή Αλυκές.
Αποκλιεται που το γερεις αυτο Βασιλη
Τι εννοεις Χρηστο
Υπέροχο πάντρεμα φωτογραφίας και κειμένου.Διαχρονικός ο Λουντέμης μάς ξεναγεί στις ομορφιές του τόπου μας.Τυχεροί που ζούμε σ’ αυτήν την όμορφη γωνιά της χώρας μας, τυχεροί που ζούμε σ’ αυτήν τη χώρα!
«Η ομορφιά ήρθε στον κόσμο γιατί ήρθαν τα μάτια. Μα αν υπάρχουν μάτια που δεν ξέρουν να τη χαρούν; «
Κυριε τι θα γινει
Σωστά,το πιο όμορφο λουλούδι αν δεν το δει ποτέ κανείς είναι σαν να μην υπήρξε ποτέ,αλλά καλύτερα οπωσδήποτε Χρήστο,από το να το βλέπουν μάτια που δεν ξέρουν να χαρούν τα όμορφα πράγματα στη ζωή.Τότε δεν είναι σαν να μην υπάρχουν αυτά τα μάτια?
Πολύ όμορφη η απάντηση στο ερώτημα του Χρήστου Μαρία!
Κυριε ποια απαντιση
Η απάντηση της κυρίας Μαρίας σε σένα για το παραπάνω :“Η ομορφιά ήρθε στον κόσμο γιατί ήρθαν τα μάτια. Μα αν υπάρχουν μάτια που δεν ξέρουν να τη χαρούν; “
Κυριε η κυρια Μαρια δεν ειναι το πρασινο ;
Ναι Χρήστο η κυρία Μαρία είναι!
Κυριε η κυρια Μαρια το πρασινο το αλαξε;
Κυριε ενα τετιο κοιμενο εχαμε στο βιβλιο της γλωσσας για το πηλιο
Nαι,το «Παραδεισένιο Πήλιο» του Κώστα Ουράνη είναι επίσης ένα κείμενο-ύμνος στην ομορφιά του Πηλίου!